τοστ

τοστ
το, Ν
άκλ. (ξεν.) είδος πρόχειρου εδέσματος από δύο φέτες ψωμιού με ζαμπόν, τυρί και βούτυρο ανάμεσά τους, ψημένες σε ειδική συσκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toast].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοστ — το άκλ. (λ. αγγλ.), πρόχειρο φαγητό από δύο φέτες ψωμιού με ζαμπόν, τυρί, βούτυρο κτλ. ενδιάμεσα, ψημένα όλα μαζί σε ειδική συσκευή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοστιέρα — η, Ν ηλεκτρική συσκευή για να ψήνονται τα τοστ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toaster, με κατάλ. ιέρα, που απαντά και σε άλλα ον. συσκευών (πρβλ. καφετ ιέρα)] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • τοστιέρα — η ειδική συσκευή που ψήνει τοστ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”